«Βασιλεία ΙΙΙ και Πραγματική Οικονομία».
Η Βασιλεία ΙΙΙ είναι ένα πλήρες σύνολο μεταρρυθμιστικών μέτρων που ανέπτυξε η Επιτροπή Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία με στόχο την ενίσχυση της ρύθμισης, της εποπτείας και του κινδύνου του παγκόσμιου τραπεζικού τομέα. Η επιτροπή της Βασιλείας είναι ο πρωταρχικός παγκόσμιος ρυθμιστής προτύπων για την προληπτική ρύθμιση και παρέχει ένα φόρουμ συνεργασίας σε θέματα τραπεζικής εποπτείας. Η εντολή του είναι να ενισχύσει τη ρύθμιση, την εποπτεία και τις πρακτικές των τραπεζών παγκοσμίως, με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Τα μέτρα μεταρρύθμισης της Βασιλείας ΙΙΙ αποσκοπούν:
1. Βελτίωση της ικανότητας του τραπεζικού τομέα να απορροφά σοκ που προέρχονται από οικονομικό και οικονομικό άγχος, ανεξάρτητα από την πηγή.
2. Βελτίωση της διαχείρισης κινδύνων και της διακυβέρνησης.
3. Να ενισχυθεί η διαφάνεια και οι γνωστοποιήσεις των τραπεζών.
Οι μεταρρυθμίσεις στοχεύουν ρύθμιση σε επίπεδο τραπεζών ή μικροπροληπτικής εποπτείας, προκειμένου να αυξηθεί η ανθεκτικότητα των επιμέρους τραπεζικών ιδρυμάτων σε περιόδους άγχους. Αφορά επίσης τους μεγάλους κινδύνους του μακροπροληπτικού συστήματος που μπορεί να δημιουργηθούν σε όλο τον τραπεζικό τομέα καθώς και την προκυκλική ενίσχυση αυτών των κινδύνων με την πάροδο του χρόνου. Αυτές οι δύο προσεγγίσεις εποπτείας είναι συμπληρωματικές καθώς η μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε επίπεδο επιμέρους τράπεζας μειώνει τον κίνδυνο των κραδασμών σε όλο το σύστημα.
Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση έγινε τόσο σοβαρή ήταν ότι οι τραπεζικοί τομείς πολλών χωρών δημιούργησαν υπερβολική μόχλευση εκτός ισολογισμού. Αυτό συνοδεύτηκε από μια σταδιακή διάβρωση του επιπέδου και της ποιότητας της κεφαλαιακής βάσης. Επομένως, το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να απορροφήσει τις προκύπτουσες συστηματικές συναλλαγές και τις πιστωτικές ζημίες ούτε μπορούσε να αντιμετωπίσει την επανεπεξεργασία των μεγάλων εκτός ισολογισμού χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που είχαν δημιουργηθεί στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα. Η κρίση ενισχύθηκε περαιτέρω από μια φιλοκυκλική διαδικασία απομόχλευσης και από τη διασύνδεση των συστημικών ιδρυμάτων μέσω μιας σειράς σύνθετων συναλλαγών.
Η Βασιλεία ΙΙΙ επιτυγχάνει μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος και τα νέα πρότυπα μειώνουν τα κίνητρα των τραπεζών να αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους, να μειώσουν την πιθανότητα και τη σοβαρότητα των μελλοντικών κρίσεων και να επιτρέψουν στις τράπεζες να αντέξουν – χωρίς να καταφύγουν σε κρατική στήριξη – που συνδέονται με την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Το ζήτημα όμως είναι πως πέρα από την ευκαιρία της επίτευξης οικονομικής σταθερότητας, οι τράπεζες έρχονται αντιμέτωπες με την πρόκληση του να πληρώσουν το τίμημα μέσω υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης στην οποία οδηγεί η ανάγκη διακράτησης υψηλότερης και αυστηρότερα καθορισμένης επάρκειας κεφαλαίων. Σίγουρα, το οικονομικό κόστος είναι το ελάχιστο κόστος μιας και πολλοί άλλοι παράγοντες όπως οι φόροι τραπεζικής ή οι επιπρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις στην περίπτωση συστημικά σημαντικών οργανισμών, δεν έχουν ληφθεί υπόψη ενώ παράλληλα η έλλειψη ακριβούς καθορισμού επιπέδων ρευστότητας είναι ακόμη ένα σημαντικό ζήτημα προς την κατεύθυνση αυτή.
Πιο αναλυτικά, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης προκαλεί μια σειρά στρεβλώσεων στην πραγματική οικονομία, με το κόστος διαμεσολάβησης να αυξάνεται μειώνοντας το περιθώριο κέρδους για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Σε αυτό το σημείο είναι που πρέπει και να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση καθώς θα πρέπει οι εποπτικές αρχές να αποτρέπουν τους οργανισμούς αυτούς από κίνητρα ανάληψης υπέρμετρων κινδύνων στα πλαίσια αναζήτησης υψηλότερων margin κέρδους. Στα πλαίσια αυτά λοιπόν, ενισχύονται οι συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού (σε εθνικό και διεθνές επίπεδο) οδηγώντας σε περισσότερο ολιγοπoωλιακές δομές θέτοντας παράλληλα εμπόδια εισόδου στην αγορά λόγω της χρηματοοικονομικής αδιαιρετότητας του κεφαλαίου ενώ δίνει παράλληλα το έναυσμα για αλυσιδωτές αγορές και συγχωνεύσεις τραπεζών (mergers & acquisitions).
Συνεπώς, θα πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στο όφελος από την υψηλότερη μέσο -μακροπρόθεσμα σταθερότητα του συστήματος και στο βραχυπρόθεσμο (κατά κύριο λόγο) κόστος προσαρμογής στα νέα δεδομένα σε όρους επιρροής του στα μεγέθη της πραγματικής οικονομίας και κυρίως σε όρους ΑΕΠ. Βέβαια η ύπαρξη χρηματοπιστωτικής (τραπεζικής) σταθερότητας, δεν συνεπάγεται απόλυτα και την οικονομική σταθερότητα καθότι οι όποιες ρυθμίσεις δεν εξαλείφουν τις ευκαιρίες ρυθμιστικού αρμπιτράζ ανάμεσα σε «ρυθμισμένους» και μη, τομείς της οικονομίας. Εν κατακλείδι, η μεγάλη πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι πώς να αναδιαμορφωθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε να γίνει πιο εύρωστο, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι θα διατηρήσει τις δυνατότητές του όσον αφορά την καινοτομία και την υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.
Με άλλα λόγια: ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δεν θα λειτουργεί εις βάρος των πολιτών, με την έννοια της κρατικής παρέμβασης σε περιπτώσεις πιστωτικού γεγονότος, αλλά αντιθέτως θα λειτουργεί με γνώμονα το να τους εξυπηρετεί.
Πηγή: Jensen Anne E., Beres Pervenche